- τζαβετ(τ)άρω
- Νσυνδέω σιδερένια ελάσματα με γυρωτικούς ήλους, με τζαβέτες.[ΕΤΥΜΟΛ. < τζαβέτ(τ)α + κατάλ. -άρω (πρβλ. παρκ-άρω, σοφ-άρω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τζαβετ(τ)άρισμα — το, Ν το κάρφωμα με γυρωτικό ήλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τζαβετ(τ)άρω + κατάλ. ισμα (< ρ. σε ίζω), πρβλ. παρκάρω: παρκάρισμα] … Dictionary of Greek